συμπαρακατακλίνω
English (LSJ)
[ῑ],
A make to lie beside, τινά τινι D.C.60.18.
German (Pape)
[Seite 984] mit daneben od. zusammen im Bett od. am Tische liegen lassen, D. Cass. 60, 18.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαρακατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ πλησίον τινός, ἐκείνοις θεραπαινίδιά τινα συμπαρακατέκλινε Δίων Κάσσ. 60. 18.