ἀνεπίδεκτος

Revision as of 10:05, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A not accepting or aamitting, νόμων Phld.Rh.1.383S.; κοκοῦ S.E.M.9.33, cf. D.L.3.77, Alex.Aphr. in Metaph.393.13, Id.in Top.210.16.

German (Pape)

[Seite 224] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίδεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) ἀπαράδεκτος, Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. ἀνεγχώρητος. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.