τό, prob. a kind of
A beaver, Arist.HA594b31 (v.l. σαθρίον).
[Seite 857] τό, ein in Flüssen lebendes Thier, Fischotter od. Biber, Arist. H. A. 8, 5.
σᾰθέριον: τό, πιθανῶς εἶδος κάστορος, «σαμοῦρι τοῦ νεροῦ», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 5, 8.