διφθέρινος

Revision as of 10:53, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

English (LSJ)

η, ον,

   A of tanned leather, σχεδίαι X.An.2.4.28; πλοῖα Str. 3.3.7.

German (Pape)

[Seite 645] von Fellen, ledern; σχεδίαι Xen. An. 2, 4, 28; πλοῖα Strab. 3, 3, 7.

Greek (Liddell-Scott)

διφθέρινος: -η, -ον, ἐκ κατειργασμένου δέρματος κατεσκευασμένος, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 28, Στράβων 155.