ὑποίγνυμι
English (LSJ)
A open a little or secretly, τὴν θύραν Ar.Th.424, cf. Ec.15.
German (Pape)
[Seite 1218] u. ὑποίγω (s. οἴγνυμι), heimlich od. sacht, ein wenig öffnen, θύραν Ar. Th. 431.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποίγνῡμι: μέλλ. -οίξω, ἀνοίγω ὀλίγον τι ἢ κρυφίως, τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 424, πρβλ. Ἐκκλ. 15.