ἀναστατήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A destroyer, A.Th.1020, Ch.303.
German (Pape)
[Seite 208] ῆρος, ὁ, Zerstörer, Verwüster, Aesch. Καδμείας χθονός, Τροίας, Sept. 1006 Ch. 301.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστᾰτήρ: ὁ, ὁ ποιῶν ἀνάστατον, ὁ καταστρέφων, ὁ ἐρημῶν, ὡς ὄντ’ ἀναστατῆρα Καδμείων χθόνος Αἰσχύλ. Θ. 1015, Χο. 303.