A lay aside, ἀποκάτθετο (sync. aor. Med.) κυνέην A.R.3.1287: c. gen., ib.817.
[Seite 306] (s. τίθημι), ab-, niederlegen, Ap. Rh. 3, 816. 1285 im med.
ἀποκατατίθημι: θέτω κατὰ μέρος, ἀποκάτθετο (συγκεκομ. μέσ. ἀόρ.) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 816.