ή, όν,
A assigning a place to . ., νοῦς σ. πάντων Herm. ap. Stob.1.18.3.
[Seite 972] ή, όν, zum Nachgeben gehörig, nachgiebig, nachsichtig, Sp.
συγχωρητικός: -ή, -όν, ὁ κλίνων εἰς ὑποχώρησιν, ἐνδοτικός, συγχωρῶν, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 1193C, κτλ.