κατάντλησις
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Hp.Medic.3, Antyll. ap. Orib.9.23.1, Gal.10.237.
German (Pape)
[Seite 1366] ἡ, das Daraufschütten, bes. einer warmen Flüssigkeit, das Bähen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κατάντλησις: εως (καὶ ἐπάντλησις), ἡ, λουτρὸν δι’ ἐπιχύσεως, τὸ καταντλεῖν, καταβρέχειν, λουτρὰ καὶ καταντλήσεις καὶ ἐμβροχαὶ Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 101, 23.