ἀμφιετίζομαι
English (LSJ)
Pass.,
A return yearly, of festivals, Hsch., EM90.27:—also ἀμφι-ετηρίζομαι, Cratin.2D.
German (Pape)
[Seite 139] auch ἀμφιετέομαι, jährlich wiederkehren, bes. von Festen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιετίζομαι: Παθ., ἐπὶ ἑορτῶν, πανηγυρίζομαι ἐτησίως, «ἀμφιετιζομένας, τὰς κατ’ ἐνιαυτὸν περιερχομένας.» Ἡσυχ., Ἐτυμολ. Μ.