χιονοβόλος

Revision as of 11:38, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A snowy, χ. ὥρα Plu.2.182e.    II χιονόβολος, ον, snow-covered, ὄρη Str.9.2.25; cf. χιονόβλητος.

German (Pape)

[Seite 1356] Schnee werfend, schneiend, ὥρα Plut. reg. apophth. p. 107; – χιονόβολος, mit Schnee beworfen, beschnei't, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χιονοβόλος: -ον, ὁ βάλλων χιόνα, χιονίζων, χιονώδης, χιονοβόλος ἡ ὥρα γινομένη λιποβοτανεῖν ἐποίησε τὴν χώραν Πλούτ. 2. 18. Ε. ΙΙ. χιονόβολος, ον, βεβλημένος ὑπὸ χιόνος, χιονόβλητος, κεκαλυμμένος ὑπὸ χιόνος, ὄρη Στράβ. 409, πρβλ. χιονόβατος.