τρίπρατος
English (LSJ)
ον,
A thrice sold, Com.Adesp. 884, cf. Ph.2.47.
German (Pape)
[Seite 1146] dreimal verkauft, Ar. fr. 718 bei Eust. 725, 32.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπρατος: -ον, ὁ τρὶς ἢ πολλάκις πραθείς, πωληθείς, ὁ πολλάκις ἀπημπολημένος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 88· πρβλ. παλίμπρατος.