[Seite 450] ορος, der wieder aufbau't, Paul. Sil. descr. soph. 83.
πᾰλινδωμήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀνοικοδομῶν, ὁ ἐκ νέου οἰκοδομῶν, πρὸς δὲ π όνους ἤιξε παλινδωμήτορας οἴκου Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφίας 218.