ἐξεπίτηδες

Revision as of 10:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

Adv.

   A = ἐπίτηδες, on purpose, Hp.Art.47, Ar.Pl.916, Pl.Grg.461c, al., Men.Epit.328.    2 with malice prepense, D.21.56, 187, Phld.Lib.p.62 O.

German (Pape)

[Seite 877] ganz absichtlich, mit allem Fleiße; οὔκουν δικαστὰς ἐξ. ἡ πόλις ἄρχειν καθίστησιν; Ar. Plut. 916; Xenarch. com. Ath. VI, 225 (v. 10); κτώμεθα ἑταίρους, ἵνα Plat. Gorg. 461 c, öfter; προσκρούεσθαι ἀλλήλοις Din. 1, 99; Sp.; εὑρεῖν Luc. Alex. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπίτηδες: Ἐπίρρ. = ἐπίτηδες, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813, Ἀριστοφ. Πλ. 916, Πλάτ. Γοργ. 461C, κ. ἀλλ. 2) ἐξεπίτηδες, μὲ προμεμελετημένον κακὸν σκοπόν, Δημ. 532. 25., 575. 10.