ἐναποτιμάω
English (LSJ)
A take in payment at a valuation, τί τινι D.53.20:—Pass., D.C.41.37.
German (Pape)
[Seite 828] statt des Geldes, das man schuldig ist, in Zahlung anrechnen, τί τινι, Dem. 53, 20, pass., D. Cass. 41, 37 τὰ ἐνέχυρα πρὸς τὴν ἀξίαν ἐναποτιμηθῆναι ἐκέλευσε.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναποτιμάω: πληρώνω ἀντὶ χρημάτων εἰς εἴδη κατ’ ἐκτίμησιν, τῆς ἀξίας αὐτῶν, ἐπειδὴ οὐχ οἷός τ’ ἦν αὐτῷ ἀποδοῦναι ὁ Ἀρχέπολις οὔτε τὸν τόκον οὔτε τὸ ἀρχαῖον ἅπαν, ἐναπετίμησεν αὐτῷ Δημ. 1253. 9˙ ἐν τῷ παθ., Δίων Κ. 41. 37.