βουκράνιον

Revision as of 11:08, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

[ᾱ], τό,

   A ox-head, EM207.55.    II = ἄμπελος μέλαινα, Ps.-Dsc.4.183.    2 = ἀντίρρινον, ib.130, Gal.19.82.    III machine for reducing dislocations, Orib.49.4.74.

German (Pape)

[Seite 456] τό, 1) der Ochsenkopf, E. M. – 2) eine Pflanze, Diosc. – 3) ein chirurgisches Instrument, Oribas.

Greek (Liddell-Scott)

βουκράνιον: τό, βοὸς κεφαλή, κρανίον, Ε. Μ. 207. 55. ΙΙ. ὄνομα φυτοῦ τινος, τὸ ἄλλως ἀντίρρινον, Διοσκ. 4. 185. ΙΙΙ. εἶδος χειρουργικοῦ ἐργαλείου, Ὀρειβάσ. σ. 129 Mai.