ὀρθοπρίων
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ,
A instrument for trepanning, = χοινικίς 11, Hp. ap. Gal.19.126.
German (Pape)
[Seite 375] ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοπρίων: [ῑ], -ονος, ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικόν, εἶδος πρίονος ᾀνοίγοντος ὀπήν, ἀλλαχοῦ χοινικὶς (σημασ. ΙΙ), Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 536.