ἀρτιδαής
English (LSJ)
ές,
A just taught, AP6.227 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 362] ές, eben unterrichtet, εὐμαθίη Crinag. 4 (VI, 227).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιδᾰής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου διδαχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 227.
ές,
A just taught, AP6.227 (Crin.).
[Seite 362] ές, eben unterrichtet, εὐμαθίη Crinag. 4 (VI, 227).
ἀρτιδᾰής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου διδαχθείς, Ἀνθ. Π. 6. 227.