Dep.,
A look upon, behold, AP15.22 (Simm.).
[Seite 137] ringsum ansehen, Simmi. (XV, 22), im aor. ἀμφιδερχθῇς.
ἀμφιδέρκομαι: ἀποθ., περισκοπῶ, βλέπω, ὁλόγυρα, περιβλέπω, Ἀνθ. Π. 15. 22.