[ῐ], ον,
A two-wheeled, ὄχημα Lib.Or.1.33; δ. [ἅρμα] two-wheeled car, D.C.76.7.
[Seite 630] zweirädrig; ὄχημα Liban.; τό δ., dasselbe, D. Cass. 76, 7.
δίκυκλος: -ον, ὁ δύο τροχοὺς ἔχων, δίτροχος, δ. [ἅρμα] Δίων Κ. 76. 7.