περίτομος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A cut off all round, abrupt, steep, ὄρος Plb.1.56.4 ; λόφος D.H.5.19 ; περίτομα steep places, Inscr.Prien.363.28 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abgeschnitten, steil, praeruptus, abruptus; ὄρος, Pol. 1, 56, 4; Qu. Sm. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
περίτομος: -ον, ἀπότομος πανταχόθεν, ἀπόκρημνος, Λατ. praepuptus, abruptus, ὄρος Πολύβ. 1. 56, 4· λόφος Διον. Ἁλ. 5. 19.