μεσημβρίζω

Revision as of 10:43, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

English (LSJ)

   A = μεσημβριάζω I, Str.15.1.21, J.AJ7.2.1.

German (Pape)

[Seite 137] = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσθλη ἠελίοιο.

Greek (Liddell-Scott)

μεσημβρίζω: μεσημβριάζω, Στράβ. 694, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 2, 1.