ἐπαναστροφή
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀναστροφή, return, of the chorus, Sch.Ar.Nu.596. 2 Rhet., repetition of the last word or words of a sentence at the beginning of the next, Hermog.Id.1.12; of the syllables -μια in Σαμία μία ναῦς Eust.1751.40.
German (Pape)
[Seite 901] ἡ, bei den Rhett. eine Figur, welche ein Satzglied mit dem Worte anfängt, mit dem das vorangehende schließt, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστροφή: ἡ, = ἀναστροφή, ἐπιστροφή, Εὐστ. Πονημάτ. 253. 78: - σχῆμα ῥητορικὸν, ὅταν τὸ τέλος κώλου τινὸς ἑτέρου κώλου ἀρχὴ γένηται, ὡς π.χ. «οὐ γὰρ δήπου Κτησιφῶντα μὲν δύναιτο διώκειν δι’ ἐμέ, ἐμὲ δέ, κτλ.» (Δημοσθ.) Ἑρμογέν. Ρητορ. 286. 1.