ἡ,
A flowing down, defluxion, Aesop.145 Chambry.
καταρροή: ἡ πρὸς τὰ κάτω ῥοή, ῥεῦσις, κατ. ποταμοῦ ὀξυτάτη Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 4, Αἰσώπ. Μῦθ. 342.
ῆς (ἡ) :cours d’un fleuve.Étymologie: καταρρέω.