[ῑ], ον,
A easily imitated, Pl.R.605a.
εὐμίμητος: ῑ, ον, ὃν εὐκόλως δύναται νὰ μιμηθῇ τις, Πλάτ. Πολ. 605Α.
ος, ον :facile à imiter.Étymologie: εὖ, μιμέομαι.