τεμενουρός

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ὁ,

   A guardian of a, τέμενος, Ἑρμῆς Epigr.Gr.781.11 (Cnidus): τεμενωρός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τεμενουρός: ὁ, = τεμενωρός, Ἐπιτ. ἐν τῷ Newton’s Halic.

Greek Monolingual

και τεμενωρός, ὁ, Α
φύλακας τεμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμενος + -ουρός /-ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. κηπ-ουρός, θυρωρός].