διαμερίζω

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A divide, Pl.Phlb.15e; distribute, τὸ ἐπιβάλλον Corn. ND27; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arist.Pr.885a18:—Pass., to be cut up, Pl.Lg.849d.    II part, separate, Men.883:—Med., divide or part among themselves, Ev.Matt.27.35; πρὸς ἑαυτούς PAmh.2.152.18(v/vi A.D.):—Pass., to be set at variance, Ev.Luc.12.52,53.

Greek (Liddell-Scott)

διαμερίζω: διαμοιράω, διανέμω, Πλάτ. Φιλ. 15Ε˙ τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, χωρίζω, ἀποχωρίζω, Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.

French (Bailly abrégé)

1 partager de côté et d’autre, distribuer;
2 diviser, séparer.
Étymologie: διά, μέρος.