μοιχοελέγκτης
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek (Liddell-Scott)
μοιχοελέγκτης: ὁ, ὁ τοὺς μοιχοὺς ἐλέγχων, Θ. Στουδ. σελ. 242.
Greek Monolingual
μοιχοελέγκτης, ὁ (Μ)
αυτός που ελέγχει το έγκλημα της μοιχείας ή τους μοιχούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἐλεγκτής].