φιλογεωμέτρης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A fond of geometry, Ptol.Tetr. 163.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, die Geometrie liebend, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλογεωμέτρης: -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τὴν γεωμετρίαν, Πτολεμ. Τετράβ.· φιλογεωμετρία, Στόβ. Ἐκλογ. 2. 128.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να ασχολείται με τη γεωμετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γεωμέτρης.