φιλογεωμέτρης

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fond of geometry, Ptol.Tetr. 163.

German (Pape)

[Seite 1278] ὁ, die Geometrie liebend, Ptolem.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλογεωμέτρης: -ου, ὁ, ὁ φιλῶν τὴν γεωμετρίαν, Πτολεμ. Τετράβ.· φιλογεωμετρία, Στόβ. Ἐκλογ. 2. 128.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να ασχολείται με τη γεωμετρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γεωμέτρης.