ταρίχευσις

Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A embalming, of mummies, Hdt.2.85,88.    2 pickling, salting, of fish, Id.4.53, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ταρίχευσις: ἡ, τὸ ταριχεύειν νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 85, 88. 2) τὸ ἁλάτισμα ἰχθύων, ὁ αὐτ. 4. 53, πρβλ. ταριχεία.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ταριχεία.
Étymologie: ταριχεύω.