ἀφυπνόω
English (LSJ)
A awake from sleep, AP9.517 (Antip. Thess.), Ant.Diog.9. II fall asleep, Ev.Luc.8.23, Paul.Aeg.1.98:—Med., Hld.9.12 (v.l. ὑφυπν-).
German (Pape)
[Seite 416] 1) aufwachen, Antp. Th. 28 (IX, 517). – 2) einschlafen, Ev. Luc. 8, 23, wie med. bei Heliod. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφυπνόω: μέλλ. -ώσω, ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀνθ. Π. 9. 517. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 23· οὕτω καὶ ἐν μέσ. τύπ., Ἡλιόδ. 9. 12· μετὰ διαφ. γραφ. ὑφυπν- πρβλ. Λοβ. Φρύν. 224: ― ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, πρέπει τις νὰ ἀποκοιμηθῇ, Νικήτ. Χρον. 47Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 s’éveiller;
2 s’endormir;
Moy. ἀφυπνόομαι-οῦμαι s’endormir.
Étymologie: ἀπό, ὑπνόω.