ἀπαρίθμησις

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A counting over, ὀνομάτων Th. 5.20, cf. Alex.Aphr. in Top.425.8, Procl.in Prm.p.908 S., in Ti.1.15 D., al.:—Adj. ἀπᾰριθμ-ητικός, ή, όν, Sch.Hermog.Id. in Rh.7.1027 W.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, das Aufzählen, Thuc. 5, 20; Schol. Il. 1, 1 vom Schiffskatalog.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰρίθμησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαριθμεῖν, ὀνομάτων Θουκ. 5. 20· ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, Γρηγ. Ναζ. - Ὡσαύτως, ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, Ρήτορες (Walz) 7. 1027. - Ρημ. ἐπίθ. -ητέον Βυζ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénombrement.
Étymologie: ἀπαριθμέω.