ἄθυρσις
English (LSJ)
ἡ,
A sport, festivity, B.12.93.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθυρσις: -εως, ἡ παιδιά, παιγνίδιον, ἐκ τοῦ ἀθύρω παίζω· ἀνθέων δόνακός τε ἐπιχωρίαν ἄθυρσιν, Βακχυλίδης ΧΙΙΙ, 60.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
baile o juego quizá acompañado por el canto ταὶ δὲ στεφανωσάμε[ναι] ... ἀνθέων ... ἐ[πιχω] ρίαν ἄθυρσιν παρθένοι μέλπουσι las muchachas coronadas de flores danzan un baile popular B.13.93.