ἀντεξηγέομαι
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξηγέομαι: ἐξηγοῦμαι καὶ ἐγὼ ἐξ ἄλλου, Ὠριγέν. Κέλσ. σ. 282.
Spanish (DGE)
1 interpretar en sentido contrario τοῖς μὲν βιβλίοις συγκατατιθέμενοι, τὸν δὲ νοῦν ἀντεξηγούμενοι Origenes Cels.5.65.
2 explicar a su vez αὐτῷ ἀντεξηγεῖτο ὅτι ... X.Eph.5.9.10.