τιγροειδής

Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ές,

   A like a tiger, tiger-striped, ἵπποι D.C.75.14.

German (Pape)

[Seite 1109] ές, tigerartig, bes. fleckig wie ein Tiger, D. Cass. 75, 14.

Greek (Liddell-Scott)

τιγροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τίγριν, ἔχων στίγματα ὡς τίγρις, ἵπποι Δίων Κ. 75. 14.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με τίγρη και, ιδίως, αυτός που έχει ραβδωτό δέρμα σαν της τίγρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + -ειδής].