εὐκατάλυτος
English (LSJ)
ον,
A easy to overthrow, X. HG3.5.15 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1073] leicht aufzulösen, zu vernichten, Λακεδαιμονίων πλεονεξία Xen. Hell. 3, 5, 14, im compar.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλῠτος: -ον, εὐκόλως καταλυόμενος, καταστρεφόμενος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à dissoudre, à détruire;
Cp. εὐκαταλυτώτερος.
Étymologie: εὖ, καταλύω.