βλοσυρώπης
English (LSJ)
ου, ὁ, later masc. of sq., Opp.C.1.144.
Greek (Liddell-Scott)
βλοσυρώπης: -ου, ὁ, μεταγεν. ἀρσ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 144.
Spanish (DGE)
(βλοσῠρώπης) -ες de mirada fiera βλοσυρώπεε μόσχω Opp.C.1.144.
ου, ὁ, later masc. of sq., Opp.C.1.144.
βλοσυρώπης: -ου, ὁ, μεταγεν. ἀρσ. τοῦ ἑπομ., Ὀππ. Κ. 1. 144.
(βλοσῠρώπης) -ες de mirada fiera βλοσυρώπεε μόσχω Opp.C.1.144.