ἀμευσίπορος

Revision as of 19:41, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

ον,

   A path-shifting, τρίοδος Pi.P.11.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμευσίπορος: -ον, ὁ ἔχων ἐναλλάσσοντας πόρους, ἔνθα αἱ ὁδοὶ διασταυροῦνται, τρίοδοι, Πινδ. Π. 11. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où les routes s’entrecroisent (litt. s’échangent), carrefour.
Étymologie: *ἀμεύομαι, πόρος.