ον,
A gloss on ἀλόγιστος, Sch.E.Or.1156.
ἀλόγητος: -ον, παραβλεπόμενος, περιφρονούμενος, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1156.
-ονinsensato ἐπεὶ οὐκ ἂν οὕτως ... ἀλόγητοι <εἴ>ητε UPZ 110.205 (II a.C.), cf. Sch.E.Or.1156.