λιγδεύει
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
λιγδεύει: «ἀπηχεῖ ὅσον ἐπιψαῦσαι τῆς ἐπιφανείας» Ἡσύχ.
λιγδεύει (Α) λίγδος
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπηθεῑ».