καθυπερηφανέω

Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

strengthd. for ὑπερηφανέω, Arg. Ar.Ach.: c. gen.,

   A treat with disdain, τῶν φιλοσόφων Phld.Vit.p.7J.:— also καθυπερ-ηφᾰνεύομαι, Hsch. s.v. κατεπλατύνετο, Eust.561.1:—hence Subst. καθυπερ-ηφᾰνία, ἡ, Phld.Vit.p.28J.

Greek (Liddell-Scott)

καθυπερηφᾰνέω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ὑπερηφανέω, ὑπόθεσις α΄ εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθῠπερηφᾰνέω: или καθυπερηφανεύω превозноситься, кичиться arg. ad Arph.