διάφλυξις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek (Liddell-Scott)
διάφλυξις: -εως, ἡ, ὑπέρβλυσις, ἀνάζεσις, ἀναβρασμός, «ξεχείλισμα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 456.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
• Morfología: [plu. nom. διαφλύξιες]
empapamiento Hp. en Gal.19.92.