διάφλυξις

From LSJ
Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek (Liddell-Scott)

διάφλυξις: -εως, ἡ, ὑπέρβλυσις, ἀνάζεσις, ἀναβρασμός, «ξεχείλισμα», Γαλην. Λεξ. Ἱππ. 456.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ

• Morfología: [plu. nom. διαφλύξιες]
empapamiento Hp. en Gal.19.92.