ἀρχαϊκός

Revision as of 19:43, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

(ἀρχαιϊκός interpol. in Phryn.28), ή, όν,

   A old-fashioned, in manners, etc., ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.Nu.821; ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀρχαϊκός Antiph.44; of literary style, D.H.Comp.22: Sup., Plu. 2.238c; τὰ Ἀρχαϊκά, title of work by Epicurus, Juvenilia, Phld.Sto. Herc.339.17. Adv. -κῶς Arist.Metaph.1089a2; ἀ. ἔχειν τοῖς σχήμασι Chron.Lind.B.90; stupidly, Aristid.1.482 J.

German (Pape)

[Seite 364] für ἀρχαιϊκός, alterthümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte, ἐν τοῖς ἤθεσιν, Antiphan. Ath. IV, 143 a; Plut.; ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar. Nub. 811.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχᾱϊκός: (ἢ ἀρχαιϊκὸς κατὰ τὸν Φρύν.), ή, όν, ὁ ἔχων ἢ μιμούμενος τρόπους ἀπηρχαιωμένους κατὰ τὸν ἱματισμόν, τὸ ἦθος, τὰς σκέψεις καὶ τὴν γλῶσσαν, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 821· ἐν Λακεδαίμονι γέγονας; ἐκείνων τῶν νόμων μεθεκτέον ἐστίν... ἐν τοῖς δ’ ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ’ ἀρχαϊκὸς Ἀντιφάν. ἐν «Ἄρχοντι» 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστ. Μεταφ. 13. 2, 5, ἔνθα ἴδε Bondz. ― Πρβλ. ἀρχαῖος Ι. 2, Κρονικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
antique, archaïque, suranné.
Étymologie: ἀρχαῖος.