πεπαλών

From LSJ
Revision as of 01:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek (Liddell-Scott)

πεπᾰλών: πρβλ. πάλλω, ἀμπεπαλλών.

Greek Monotonic

πεπᾰλών: αναδιπλ. μτχ. αορ. βʹ του πάλλω.