νεκροδρομία: ἡ, δρόμος, τρέξιμον τῶν νεκρῶν, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 472Α.
νεκροδρομία, ἡ (Α)η πορεία τών νεκρών προς τον Άδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομία, κυνο-δρομία].