νεκροδρομία

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Greek (Liddell-Scott)

νεκροδρομία: ἡ, δρόμος, τρέξιμον τῶν νεκρῶν, Ἐφραὶμ Σύρ. τ. 3, 472Α.

Greek Monolingual

νεκροδρομία, ἡ (Α)
η πορεία τών νεκρών προς τον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο-δρομία, κυνο-δρομία].