αἰσχρόβιος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρόβιος: -ον, ὁ αἰσχρῶς, κακοήθως ζῶν, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 189.
Spanish (DGE)
-ον
que lleva a una vida escandalosa φιλοχρημοσύνη Orac.Sib.3.189, cf. Hom.Clem.11.13.
αἰσχρόβιος: -ον, ὁ αἰσχρῶς, κακοήθως ζῶν, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 189.
-ον
que lleva a una vida escandalosa φιλοχρημοσύνη Orac.Sib.3.189, cf. Hom.Clem.11.13.