τραρόν

From LSJ
Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213

Greek (Liddell-Scott)

τραρόν: (Δωρ.)· «ταχὺ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και ταρόν Α
(κατά τον Ησύχ.) «ταχύ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρήρων.