ον, poet. for ἀεικέλιος, Thgn. 1344, E.Andr.131 (lyr.).
αἰκέλιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀεικέλιος, Θέογν. 1344, Εὐρ. Ἀνδρ. 131.
ος, ον :c. ἀεικέλιος.