ἀντικαταμειδιάω
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικαταμειδιάω: καταγελῶ, περιπαίζω, οὔτε μὴν ἀντικαταμειδιάσουσι τοῦ Χριστοῦ ἤγουν τῶν ἐκκλησιῶν Κύριλλ. εἰς Σοφων. 3, σ. 623.
Spanish (DGE)
burlarse de Χριστοῦ Cyr.Al.M.71.1017C.