ἀειγενέτης

Revision as of 17:15, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

only in Ep.form αἰειγενέτης, ου, ὁ, epith. of the gods,

   A everlasting, used by Hom. only at the end of a line, θεῶν αἰειγενετάων Il.2.400, cf. 3.296.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειγενέτης: μόνον ἐν τῷ Ἐπ. τύπῳ αἰειγενέτης, ου, ὁ, (γενέσθαι) ἐπώνυμον τῶν θεῶν, ὡς τὸ αἰὲν ἐόντες, αἰώνιοι, ἀθάνατοι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τέλει στίχου· θεῶν αἰειγενετάων, Ἰλ. Β. 400, καὶ ἄλλ·. θεοῖς αἰειγενέτησιν, Γ. 296, καὶ ἀλλ.

Greek Monotonic

ἀειγενέτης: μόνο σε Επικ. τύπο αἰει-γενέτης, -ου, (γίγνομαι)· επίθ. των θεών, όπως το αἰὲν ἐόντες = αιώνιοι, αθάνατοι· θεῶν αἰειγενετάων, θεοῖς αἰειγενέτῃσιν, σε Ομήρ. Ιλ.